- εγκατασκήπτω
- ἐγκατασκήπτω (AM)1. (για κεραυνό) πέφτω επάνω2. (για επιδημία) ενσκήπτω3. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατασκήπτει — ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind mp 2nd sg ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσιν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψαντα — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψατε — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκῆψαι — ἐγκατασκήπτω fall upon aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσα — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσαν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψαντος — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάσκηψον — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέσκηψαν — ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)